Ένα όσο το δυνατόν πιο ευέλικτο και ταχείας εφαρμογής καθεστώς
«εξυγίανσης» μεγάλων επιχειρήσεων το οποίο θα προβλέπει διαδικασίες
εξπρές όχι μόνο για τις υποχρεώσεις προς τις
τράπεζες και στο δημόσιο αλλά και σε ότι αφορά στα δικαιώματα των εργαζομένων, θέλουν να επιβάλλουν οι δανειστές προσβλέποντας σε ριζική αλλαγή του επιχειρηματικού χάρτη μέχρι το τέλος του 3ου μνημονίου δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2018.
τράπεζες και στο δημόσιο αλλά και σε ότι αφορά στα δικαιώματα των εργαζομένων, θέλουν να επιβάλλουν οι δανειστές προσβλέποντας σε ριζική αλλαγή του επιχειρηματικού χάρτη μέχρι το τέλος του 3ου μνημονίου δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2018.
Στην ανάγκη για το ανακάτεμα της τράπουλας, εντάσσουν και τις
τράπεζες οι οποίες, σύμφωνα με τα «πιστεύω» των εκπροσώπων των
δανειστών, δεν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη μείωση στον
αριθμό εργαζομένων μόνο με τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου. Έτσι, τα
μέτρα για τα οποία πιέζουν οι θεσμοί –και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο- στα εργασιακά συνθέτουν ένα «παζλ» που επιτρέπει να γίνει το
μεγάλο ξεκαθάρισμα στις επιχειρήσεις που θα κριθούν «βιώσιμες» με όσο το
δυνατόν πιο συνοπτικές διαδικασίες.
Η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, συνοδεύεται από μέτρα για «ψαλίδισμα» των δικαιωμάτων των συνδικαλιστών, απαγόρευση της διαδικασίας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία αλλά και διατήρηση της ισχύος των επιχειρησιακών συμβάσεων κόντρα στο ελληνικό αίτημα για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την επικράτηση των κλαδικών συμβάσεων. Οι υποστηρικτές των συγκεκριμένων μέτρων, δεν θέλουν τα προγράμματα ομαδικών απολύσεων που θα υλοποιηθούν μετά την ψήφιση των νέων μέτρων να «σκοντάψουν» είτε σε χρονοβόρες προσφυγές στον θεσμό της διαιτησίας από την πλευρά των εργαζομένων είτε σε σκληρές απεργιακές κινητοποιήσεις και έτσι απαιτούν το ξεκαθάρισμα του τοπίου «εδώ και τώρα».
Εκτός όμως από τις υφιστάμενες μεγάλες επιχειρήσεις –τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα- που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και προσβλέπουν στην ταχεία εφαρμογή προγραμμάτων εξυγίανσης (με προφανή θυσία των εργαζομένων), οι υποστηρικτές της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων προετοιμάζουν το έδαφος και για τους υποψήφιους επενδυτές. Οι τελευταίοι, για να αναλάβουν το «ρίσκο της χώρας» (country risk) επιζητούν μια όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη στρατηγική «εξόδου» σε περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες τους. Η ανώδυνη στρατηγική εξόδου, περιλαμβάνει τον όσο το δυνατόν πιο ταχύ απεγκλωβισμό από το μισθολογικό και το μη μισθολογικό κόστος δηλαδή μισθούς, φόρους μισθωτών υπηρεσιών και ασφαλιστικές εισφορές.
Όσοι εκτιμούν ότι το θέμα των ομαδικών απολύσεων αγγίζει και τις τράπεζες –επισήμως δεν έχει υπάρξει σχετική τοποθέτηση από στελέχη της τραπεζικής αγοράς δεδομένου άλλωστε ότι βρισκόμαστε και σε περίοδο διοικητικών αλλαγών- επικαλούνται το επιχείρημα ότι με τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου, θα είναι δύσκολο από εδώ και στο εξής να επιτευχθεί η απαιτούμενη μείωση προσωπικού. Με τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν μέχρι τώρα, αποχώρησαν κυρίως εργαζόμενοι που βρίσκονταν κοντά στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Στους νεώτερους που έχουν απομείνει αυτή τη στιγμή εν ενεργεία, ακόμη και ένα σημαντικό ποσό αποζημίωσης δεν φαντάζει ιδιαίτερα δελεαστικό όταν γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν μακρά περίοδο ανεργίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι η συζήτηση περί ομαδικών απολύσεων στην Ελλάδα δεν αφορά στη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά σε περιορισμένο αριθμό κυρίων βιομηχανικών και μεταποιητικών εταιρειών οι οποίες απασχολούν εκατοντάδες άτομα προσωπικό (περισσότερα από 150) και αντιμετωπίζουν προβλήματα οικονομικής επιβίωσης. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις είναι μέλη του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών κάτι που δικαιολογεί απόλυτα και τη στάση που τηρεί ο Σύνδεσμος στα εργασιακά. Αμέσως μετά τη συνάντηση που είχαν εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις την προηγούμενη Δευτέρα με την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί «εθνικό μέτωπο» για τα εργασιακά, ο ΣΕΒ έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση του και να στηρίξει τρεις βασικές αλλαγές:
1. Την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και μάλιστα χωρίς να υπάρξει «κοινωνικό σχέδιο» το οποίο θα επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Για ορισμένες εταιρείες, οι ομαδικές απολύσεις είναι ζήτημα ζωής και θανάτου ανέφερε στη σχετική ανακοίνωσή του ο ΣΕΒ ζητώντας το οικονομικό βάρος για τα όποια κοινωνικά σχέδια να βαρύνει την πολιτεία ή να χρηματοδοτηθεί με κοινοτικά κονδύλια.
2. Την μετατροπή της διαιτησίας σε εθελοντική διαδικασία ώστε να μην υποχρεούται ο εργοδότης να συμμετέχει σε μια «στρέβλωση» (κατά τον ΣΕΒ) του τοπίου των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
3. Τη διατήρηση του καθεστώτος κατά το οποίο οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα υπερισχύουν των αντίστοιχων κλαδικών: «είναι αδύνατον σε κλαδικό επίπεδο να μπορεί να επιτευχθεί ένας κατώτερος κοινός παρονομαστής που να ανταποκρίνεται στις διαφορετικές ανάγκες των επιχειρήσεων».
Οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για τα εργασιακά, βρέθηκαν την προηγούμενη Δευτέρα σε οριακό σημείο και αν αμφίβολο αν μέχρι την τηλεδιάσκεψη η οποία θα πραγματοποιηθεί πριν από το Euroworking Group θα βρεθεί κοινός τόπος. Κυβερνητικά στελέχη, «φωτογράφιζαν» ως πηγή του… κακού το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καταλογίζοντας στους εκπροσώπους του ιδεοληψία και όχι ένα οργανωμένο σχέδιο που θα συμβάλλει στο να επιταχυνθεί η εξυγίανση προβληματικών μεγάλων επιχειρήσεων.
Η ελληνική πλευρά φερόταν μέχρι και τις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας αποφασισμένη να επιμείνει στη θέση της: καμία απελευθέρωση στο όριο των ομαδικών απολύσεων (σ.σ σήμερα για τις εταιρείες με περισσότερα από 150 άτομα προσωπικό επιτρέπεται να απολυθεί το 5% των εργαζομένων ανά μήνα με μέγιστο όριο τα 30 άτομα) και καμία αλλαγή στο καθεστώς προέγκρισης. Οι δανειστές από την άλλη επιμένουν στην πλήρη απελευθέρωση ενώ ως συμβιβαστική λύση φέρεται να έχει πέσει στο τραπέζι η λύση του διπλασιασμού του ορίου από το 5% που είναι σήμερα, στο 10%.
ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
fpress.gr
Η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, συνοδεύεται από μέτρα για «ψαλίδισμα» των δικαιωμάτων των συνδικαλιστών, απαγόρευση της διαδικασίας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία αλλά και διατήρηση της ισχύος των επιχειρησιακών συμβάσεων κόντρα στο ελληνικό αίτημα για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την επικράτηση των κλαδικών συμβάσεων. Οι υποστηρικτές των συγκεκριμένων μέτρων, δεν θέλουν τα προγράμματα ομαδικών απολύσεων που θα υλοποιηθούν μετά την ψήφιση των νέων μέτρων να «σκοντάψουν» είτε σε χρονοβόρες προσφυγές στον θεσμό της διαιτησίας από την πλευρά των εργαζομένων είτε σε σκληρές απεργιακές κινητοποιήσεις και έτσι απαιτούν το ξεκαθάρισμα του τοπίου «εδώ και τώρα».
Εκτός όμως από τις υφιστάμενες μεγάλες επιχειρήσεις –τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα- που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και προσβλέπουν στην ταχεία εφαρμογή προγραμμάτων εξυγίανσης (με προφανή θυσία των εργαζομένων), οι υποστηρικτές της απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων προετοιμάζουν το έδαφος και για τους υποψήφιους επενδυτές. Οι τελευταίοι, για να αναλάβουν το «ρίσκο της χώρας» (country risk) επιζητούν μια όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη στρατηγική «εξόδου» σε περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες τους. Η ανώδυνη στρατηγική εξόδου, περιλαμβάνει τον όσο το δυνατόν πιο ταχύ απεγκλωβισμό από το μισθολογικό και το μη μισθολογικό κόστος δηλαδή μισθούς, φόρους μισθωτών υπηρεσιών και ασφαλιστικές εισφορές.
Όσοι εκτιμούν ότι το θέμα των ομαδικών απολύσεων αγγίζει και τις τράπεζες –επισήμως δεν έχει υπάρξει σχετική τοποθέτηση από στελέχη της τραπεζικής αγοράς δεδομένου άλλωστε ότι βρισκόμαστε και σε περίοδο διοικητικών αλλαγών- επικαλούνται το επιχείρημα ότι με τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου, θα είναι δύσκολο από εδώ και στο εξής να επιτευχθεί η απαιτούμενη μείωση προσωπικού. Με τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν μέχρι τώρα, αποχώρησαν κυρίως εργαζόμενοι που βρίσκονταν κοντά στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Στους νεώτερους που έχουν απομείνει αυτή τη στιγμή εν ενεργεία, ακόμη και ένα σημαντικό ποσό αποζημίωσης δεν φαντάζει ιδιαίτερα δελεαστικό όταν γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν μακρά περίοδο ανεργίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι η συζήτηση περί ομαδικών απολύσεων στην Ελλάδα δεν αφορά στη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά σε περιορισμένο αριθμό κυρίων βιομηχανικών και μεταποιητικών εταιρειών οι οποίες απασχολούν εκατοντάδες άτομα προσωπικό (περισσότερα από 150) και αντιμετωπίζουν προβλήματα οικονομικής επιβίωσης. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις είναι μέλη του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών κάτι που δικαιολογεί απόλυτα και τη στάση που τηρεί ο Σύνδεσμος στα εργασιακά. Αμέσως μετά τη συνάντηση που είχαν εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις την προηγούμενη Δευτέρα με την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί «εθνικό μέτωπο» για τα εργασιακά, ο ΣΕΒ έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση του και να στηρίξει τρεις βασικές αλλαγές:
1. Την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και μάλιστα χωρίς να υπάρξει «κοινωνικό σχέδιο» το οποίο θα επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Για ορισμένες εταιρείες, οι ομαδικές απολύσεις είναι ζήτημα ζωής και θανάτου ανέφερε στη σχετική ανακοίνωσή του ο ΣΕΒ ζητώντας το οικονομικό βάρος για τα όποια κοινωνικά σχέδια να βαρύνει την πολιτεία ή να χρηματοδοτηθεί με κοινοτικά κονδύλια.
2. Την μετατροπή της διαιτησίας σε εθελοντική διαδικασία ώστε να μην υποχρεούται ο εργοδότης να συμμετέχει σε μια «στρέβλωση» (κατά τον ΣΕΒ) του τοπίου των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
3. Τη διατήρηση του καθεστώτος κατά το οποίο οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα υπερισχύουν των αντίστοιχων κλαδικών: «είναι αδύνατον σε κλαδικό επίπεδο να μπορεί να επιτευχθεί ένας κατώτερος κοινός παρονομαστής που να ανταποκρίνεται στις διαφορετικές ανάγκες των επιχειρήσεων».
Οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για τα εργασιακά, βρέθηκαν την προηγούμενη Δευτέρα σε οριακό σημείο και αν αμφίβολο αν μέχρι την τηλεδιάσκεψη η οποία θα πραγματοποιηθεί πριν από το Euroworking Group θα βρεθεί κοινός τόπος. Κυβερνητικά στελέχη, «φωτογράφιζαν» ως πηγή του… κακού το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καταλογίζοντας στους εκπροσώπους του ιδεοληψία και όχι ένα οργανωμένο σχέδιο που θα συμβάλλει στο να επιταχυνθεί η εξυγίανση προβληματικών μεγάλων επιχειρήσεων.
Η ελληνική πλευρά φερόταν μέχρι και τις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας αποφασισμένη να επιμείνει στη θέση της: καμία απελευθέρωση στο όριο των ομαδικών απολύσεων (σ.σ σήμερα για τις εταιρείες με περισσότερα από 150 άτομα προσωπικό επιτρέπεται να απολυθεί το 5% των εργαζομένων ανά μήνα με μέγιστο όριο τα 30 άτομα) και καμία αλλαγή στο καθεστώς προέγκρισης. Οι δανειστές από την άλλη επιμένουν στην πλήρη απελευθέρωση ενώ ως συμβιβαστική λύση φέρεται να έχει πέσει στο τραπέζι η λύση του διπλασιασμού του ορίου από το 5% που είναι σήμερα, στο 10%.
ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
fpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου