Εάν η Αυστραλία αποτελεί ένα οικονομικό θαύμα – η επονομαζόμενη Τυχερή Χώρα, που ευεργετούνταν από την αδιάκοπη ανάπτυξη επί ένα τέταρτο του αιώνα- τότε οι τράπεζές της είναι το πιο ορατό
σημάδι ισχύος. Μετά από μία επιθανάτια εμπειρία τη δεκαετία του 90, έχουν αναμορφωθεί και έχουν ανακάμψει σημαντικά: Οι αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων βρίσκονται σήμερα κατά μέσο όρο κοντά στο 15% σε σύγκριση με τα μονοψήφια ποσοστά στις ΗΠΑ. Οι τιμές των μετοχών και τα μερίσματα έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Σχεδόν στο διπλάσιο της λογιστικής τους αξίας, οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις βρίσκονται πολύ υψηλότερα από τα παγκόσμια επίπεδα.
Στην πραγματικότητα, αυτή η ροδαλή κατάσταση καλής υγείας, καλύπτει ορισμένες βαθιά ανησυχητικές τάσεις. Οι ισολογισμοί των μεγαλύτερων τραπεζών της Αυστραλίας είναι πολύ πιο ευάλωτοι απ' ότι μπορεί να φαίνονται επιφανειακά – και αυτό σημαίνει ότι το ίδιο ισχύει και για την Αυστραλία.
Για τους περισσότερους παρατηρητές, αυτό μπορεί να ακουστεί κινδυνολογικό. Φοβισμένες αμέσως μετά από τη συσσώρευση επισφαλών δανείων που τις έφερε στα πρόθυρα της κατάρρευσης στις αρχές της δεκαετίας του 90, οι τράπεζες αναμορφώθηκαν και ελαχιστοποίησαν τη διεθνή τους έκθεση, το οποίο σημαίνει ότι ήταν προφυλαγμένες από τις χειρότερες επιπτώσεις της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης και το κραχ του 2009. Σήμερα αντιμετωπίζουν λίγο ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά και έχουν επωφεληθεί τρομερά από την ισχυρή ανάπτυξη της Αυστραλίας, που υποστηρίζεται από την φαινομενικά ακόρεστη ζήτηση της Κίνας για το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, το σιδηρομετάλλευμα και άλλες πρώτες ύλες της Αυστραλίας. Κατά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2012, οι τράπεζες της Αυστραλίας ξεπερνούσαν σε αξία όλες τις τράπεζες της Ευρώπης.
Αλλά τα αυστραλιανά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν κάνει τα ίδια θεμελιώδη λάθη που έχει κάνει και η υπόλοιπη χώρα, υποθέτουν ότι η ανάπτυξη που βασίζεται σε "σπίτια και γεωτρήσεις" -στην αύξηση των τιμών των ακινήτων και στους πόρους που βρίσκονται στο υπέδαφος- μπορεί να συνεχιστεί επ' άπειρον. Στην πραγματικότητα, παρά την πρόσφατη ανάκαμψη της κινεζικής ζήτησης, οι τιμές των εμπορευμάτων φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να παραμένουν αδύναμες για το ορατό μέλλον. Η έκθεση των τραπεζών στον επιβραδυνόμενο τομέα των φυσικών πόρων έχει αγγίξει σχεδόν τα 50 δισ. δολ. σε υφιστάμενα δάνεια – ανησυχητικά μεγάλη σε σύγκριση με τα κεφαλαιακά τους αποθέματα.
Αν μη τι άλλο, η έκθεσή τους στον τομέα των ακινήτων είναι ακόμη πιο επικίνδυνη. Τα ενυπόθηκα δάνεια αποτελούν ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό των τραπεζικών χαρτοφυλακίων από ό,τι προηγουμένως -μεγαλύτερο από το ήμισυ, διπλάσιο από το επίπεδο στη δεκαετία του 90. Και είναι πιο επικίνδυνα από ό,τι στο παρελθόν: Σε πολλά δάνεια καταβάλλονται μόνο οι τόκοι, ενώ περίπου το 80% έχει κυμαινόμενα επιτόκια. Με πιθανή μία ύφεση -τα πάντα από την αναλογία των τιμών ως προς το εισόδημα έως την αναλογία τιμής προς ενοίκιο υποδηλώνουν ότι οι κατοικίες είναι ευρέως υπερτιμημένες – οι ζημιές είναι πιθανό να αυξηθούν, ιδίως εάν η οικονομική δραστηριότητα εξασθενήσει.
Οι αυστραλιανές τράπεζες είναι επίσης περισσότερο ευάλωτες στους εξωγενείς κραδασμούς απ' ό,τι μπορεί να φαινόταν αρχικά. Η αναλογία των δανείων ως προς τις καταθέσεις είναι κοντά στο 110%. Οι εγχώριες καταθέσεις χρηματοδοτούν περίπου μόνο το 60% των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων – το υπόλοιπο μέρος της χρηματοδότησής τους πρέπει να προέλθει από το εξωτερικό. Αν και δεν έχει υπάρξει πρόβλημα πρόσφατα, η εξωτερική θέση της Αυστραλίας επιδεινώνεται. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να αυξηθεί στο 4,75% το τρέχον οικονομικό έτος. Οι ασθενείς όροι του εμπορίου, το αυξανόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού, η βραδύτερη ανάπτυξη και η υποχώρηση του νομίσματος είναι πιθανό να ωθήσουν υψηλότερα το κόστος των κεφαλαίων. Εάν η οικονομία της Αυστραλίας ή η επίδοση του χρηματοπιστωτικού τομέα αρχίσει να παραπαίει, ή οι διεθνείς αγορές διαταραχθούν, η πρόσβαση των τραπεζών σε εξωτερικούς πόρους θα μπορούσε να απειληθεί.
Οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό τομέα θα έπρεπε να προσελκύουν πολύ περισσότερη προσοχή από αυτή που συγκεντρώνουν στην εν εξελίξει -και τρομερά ανώδυνη- προεκλογική εκστρατεία. Οι τράπεζες έχουν διογκωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη δεκαετία του 90 και τώρα αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της αυστραλιανής οικονομίας. Οι κορυφαίες τέσσερις είναι μεταξύ των μεγαλύτερων εισηγμένων εταιρειών και αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τρίτο της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς. Τα συνδυασμένα περιουσιακά τους στοιχεία ανέρχονται περίπου στο 130% του ΑΕΠ.
Επομένως οποιοδήποτε πλήγμα υποστούν θα μπορούσε να εξαπλωθεί γρήγορα στην πραγματική οικονομία. Η πτώση των τραπεζικών μετοχών θα μπορούσε κάλλιστα να συμπαρασύρει τις τιμές των μετοχών γενικότερα. Η συρρίκνωση των μερισμάτων – τα οποία παραδοσιακά είναι αρκετά υψηλά, κοντά στα τρία τέταρτα των κερδών – θα μπορούσε να συνθλίψει τους επενδυτές, ειδικά τους αυτοχρηματοδοτούμενους συνταξιούχους και να απειλήσει την κατανάλωση. Μία οικονομία εθισμένη στην έτοιμη παροχή φθηνής πίστωσης θα δυσκολευθεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται.
Στο μεταξύ, οι επιλογές της κυβέρνησης είναι περιορισμένες. Η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας ενέχει τον κίνδυνο να επιδεινώσει την φούσκα των κατοικιών και να προστεθεί στο δυσθεώρητο χρέος των νοικοκυριών, το οποίο ήδη βρίσκεται στο 130% του ονομαστικού ΑΕΠ και κοντά στο 200% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Από την άλλη, η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να πυροδοτήσει αθετήσεις πληρωμών, ειδικά στα πιο επικίνδυνα δάνεια όπως αυτά των εργολάβων. Η δημοσιονομική πολιτική αντιμετωπίζει παρόμοιους περιορισμούς: η αύξηση του χρέους πέραν ορισμένου επιπέδου θα απειλούσε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Αυστραλίας και ως εκ τούτου την πρόσβαση των τραπεζών στην εξωτερική χρηματοδότηση.
Οι ειδήμονες λένε εδώ και χρόνια ότι η Αυστραλία πρέπει να διαφοροποιήσει την οικονομία της, τονώνοντας τις εξαγωγές υπηρεσιών -κυρίως του τουρισμού, της εκπαίδευσης και της υγείας- αντί να συνεχίσει να εξαρτάται από τις πρώτες ύλες και την ανάπτυξη της ιδιοκτησίας που τροφοδοτείται με χρέος. Οι τράπεζες πρέπει να κάνουν το ίδιο, να μειώσουν την έκθεσή τους στην αγορά κατοικιών και τον κλάδο εξόρυξης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να κινηθούν γρήγορα για να καλύψουν τους ισολογισμούς τους, αυξάνοντας επιθετικά τα αποθεματικά τους για το επισφαλές χρέος, αντλώντας κεφάλαια και περικόπτοντας σταδιακά τα μερίσματα. Ακόμη και η κατά τα άλλα αξιοζήλευτη τύχη τους, δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Του Satyajit Das
 capital.gr