Έπειτα από αγωγή 24 εργαζομένων της Marfin για την αναγνώριση της ηθικής βλάβης που
έχουν υποστεί, το Διοικητικό Πρωτοδικείο είδε «παραλείψεις» τόσο από την αστυνομία όσο και από την Πυροσβεστική, οι οποίες αν δεν είχαν συντελεστεί θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο γεγονός,
σύμφωνα με την εφημερίδα Έθνος.
Στις 5 Μαΐου 2010 ενώ η διαδήλωση είναι σε εξέλιξη, μαύροι καπνοί αρχίζουν να βγαίνουν από το κτήριο της Marfin, που φλέγεται. Τρεις εργαζόμενοι – η μία έγκυος – βρίσκουν φρικτό θάνατο. Θύματα είναι οι Αγγελική Παπαθανασοπούλου (έγκυος 4 μηνών), Επαμεινώνδας Τσακάλης και Παρασκευή Ζούλια.
Οι υπόλοιποι διασώζονται σκαρφαλώνοντας σε διπλανά κτίριο ή πηδώντας από τα μπαλκόνια.
Όπως αναφέρουν οι δικαστές ευθύνες έχει και η διοίκηση της τράπεζας, ωστόσο, δεν μπορούν να διερευνηθούν από τους ίδιους καθώς οι εργαζόμενοι προσέφυγαν στο δικαστήριο αναζητώντας τις ευθύνες των οργάνων του Δημοσίου και ζητώντας αποζημιώσεις για ηθική βλάβη.
Το δικαστήριο κάνοντας δεκτή εν μέρει την αγωγή των εργαζομένων έκρινε ότι η Πυροσβεστική δεν διενήργησε όλους εκείνους τους προληπτικούς ελέγχους για την τήρηση των προβλεπόμενων μέσων πυροπροστασίας στο υποκατάστημα και πως υπήρξε παράλειψη των αρμόδιων αστυνομικών οργάνων να εκδώσουν απόφαση – το πολύ μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2009 – επιβάλλοντας στη διοίκηση της τράπεζας να τοποθετήσει ρολά από συμπαγές υλικό και άθραυστους υαλοπίνακες μεγάλου πάχους, όπως όριζε υπουργική απόφαση εκείνης της εποχής.
Το δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση σε καθέναν από τους 24 εργαζομένους από 25.000 έως 60.000 ευρώ κρίνοντας ότι πρέπει να ικανοποιηθούν για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν «από τον κίνδυνο ζωής που διέτρεξαν, από την παρεπόμενη σωματική τους ταλαιπωρία, τα απότοκα προβλήματα υγείας και όλη την ψυχική πίεση με την οποία επιβαρύνθηκαν από την κρίσιμη μέρα και εφεξής».
Με το ίδιο σκεπτικό το δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση και στον σύζυγο και τους γονείς της άτυχης Αγγελικής η οποία κυμαίνεται από 210.000 – 300.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τους δικαστές το μοιραίο υποκατάστημα της τράπεζας το οποίο στεγαζόταν στο ισόγειο και τον ημιώροφο του κτιρίου δεν διέθετε:
Πυροσβεστικό ερμάριο με εύκαμπτο σωλήνα με ακροφύσιο,
2 εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστη οδό ή πόρτες προς διάδρομο ή άλλους χώρους που να οδηγούν από διαφορετικές κατευθύνσεις σε δυο ανεξάρτητες οδούς διαφυγής, παρά μόνο μία στο ισόγειο κατάστημα. Και αυτή δεν άνοιγε με μία απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω, αλλά μόνο με τηλεχειριστήριο που κρατούσε η διευθύντρια.
Επιπλέον το πατάρι έπρεπε να διαθέτει έξοδο κινδύνου την οποία δε είχε όπως άλλωστε δεν είχε αντιβανδαλικά τζάμια.
2 εξόδους κινδύνου προς κοινόχρηστη οδό ή πόρτες προς διάδρομο ή άλλους χώρους που να οδηγούν από διαφορετικές κατευθύνσεις σε δυο ανεξάρτητες οδούς διαφυγής, παρά μόνο μία στο ισόγειο κατάστημα. Και αυτή δεν άνοιγε με μία απλή ώθηση από μέσα προς τα έξω, αλλά μόνο με τηλεχειριστήριο που κρατούσε η διευθύντρια.
Επιπλέον το πατάρι έπρεπε να διαθέτει έξοδο κινδύνου την οποία δε είχε όπως άλλωστε δεν είχε αντιβανδαλικά τζάμια.
Μέσα από έγγραφα και τις μαρτυρικές καταθέσεις οι δικαστές περιγράφουν τις κρίσιμες ώρες που πέρασαν οι εργαζόμενοι.
«Καταφέροντας 3 – 4 χτυπήματα κατόρθωσαν να θραύσουν την τζαμαρία, να εκσφενδονίσουν εντός του καταστήματος εύφλεκτο υγρό όσο και βόμβες μολότοφ (…). Οι περισσότεροι υπάλληλοι στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα (…). Ένας εξ αυτών κατάφερε και έσπασε το πλέγμα της οροφής του φωταγωγού με συνέπεια ένα κύμα αέρα να εισέλθει στο κτίριο και να δώσει παράταση ζωής στους εκεί συγκεντρωμένους υπαλλήλους, οι οποίοι αναρριχήθηκαν στην στέγη από όπου υποχρεώθηκαν και πήδηξαν (…) σε κτίριο που στεγαζόταν κατάστημα, την τζαμαρία του οποίου έσπασαν με καδρόνι (…) για να κατέβουν στην οδό Σταδίου«.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου